Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Λευτέρης Πούλιος ένας γλυκύτατος ποιητής

Σε μια απ τις ελάχιστες εμφανίσεις του ο ποιητής δέχτηκε να τον φωτογραφίσω.


..........................................................................
Ακου το ουρλιαχτό του περιπολικού και κοίτα
Αυτούς που τους βάζουν στο αυτοκίνητο και
Βιαστικά τους οδηγούν στο τμήμα .
Με προβολείς στο μάτι τους  ρίχνουν κάτω
Τους ψάχνουν κι η μέση τους σπάει στο τραπέζι
Και τους αφήνουν με το στόμα πεταμένο
Στον ουρανό πάνω σ’ ένα κολοσιαίο
Κλάξον αυτοκινήτου πάνω στο δάπεδο του γραφείου
Τα παιδιά με τα γυαλιστερά εξαρτήματα
Ειδικευμένα στον τρόμο και τα μεγαλοπρεπή
Σειρήτια στα μάτια τους.
                                    Κι αυτοί που
Έχουν δολοφονηθεί αδιαμαρτύρητα ή πετάχτηκαν
Απ’ την ταράτσα του κτιρίου μετά το πέρας
Των ανακρίσεων όπως γίνεται στο σινεμά
Κι αυτοί που αφανίστηκαν μες στη θάλασσα
Θέλοντας να το σκάσουν και οι καιροί
Αποθρασύνοντας τον ισχυρό
Σ’ αυτό τον κόσμο τον παράφρονα της φυλακής.

Κι αυτοί που πολτοποιήθηκαν απ’ τα τανκς
Μέσα στο Πολυτεχνείο ή έσκασαν απ’ τα
καπνογόνα κι αυτοί που σταυρώθηκαν
Στα διασταυρούμενα πυρά
Φωνάζοντας μέχρι τον άλλο κόσμο
«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»

Από τη συλλογή Γυμνός ομιλητής (Αθ. 1977)


 ....................................................................
Eiμαστε οι ζωvτανότεροι τoύτης της νύχτας-
Οι χαφιέδες μας κοιτάζουν καxύπoπτα και τα φώτα σβήνουνε σε μια ώρα.
Ποιος θα μας κουβαλήσει στο σπίτι; Κωστή Παλαμά, έρημε φωνακλά, άσωτη
κλήρα μου. Τι ρωμιοσύvn δασκάλευες με φωτιά και βουή, ανεβασμένος στην κορφή της ελπίδας, όταν ξαφνικά n vύχτα πετάχτηκε σα μαχαίρι
απ’ τη θήκη. Κι απόμεινες στην καρέκλα παράλυτος με τ’ όραμα μιας αυγούλας που άχνιζε.
Νιώθω σκολιαρόπαιδο που τούλαχε στραβόξυλο δάσκαλος. Καιρό λογάριαζα μαζί σου πώς
θα τα πάω. Φρικτό γερασμένο σκυλί πάμε
να ξεράσουμε τ’ αποψινό μας μεθύσι,
σ’ όλες τις πόρτες των κλειστών βιβλιοπωλείων. Πάμε να κατουρήσουμε όλα τ’ αγάλματα
της Αθήνας, πρoσκυvώvτας μονάχα του
Ρήγα. Και να χωρίσουμε ο καθένας στο
δρόμο του σαν παππούς κι εγγονός που βριστήκανε. Φυλάξου καλά απ’ την τρέλα
μου γέρο. Όποτε μου τη δώσει, θα σε σκοτώσω.

 Σε μια ωραία εκδήλωση διαβαστήκαν ποιήματά του από τους  ηθοποιούς: Α. Κεφαλά, Μ. Κανελλοπούλου, Ν. Ορφανός, Φ. Αρμένης.







Αλλά είχαμε τη χαρά να ακούσουμε και τον ίδιο να μας απαγγέλει μερικά από τα αγαπημένα του ποιήματα.






Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΟΥΡΘΗΚΕ ΣΤΟ ΓΡΑΣΙΔΙ

Περπατούσα στο γρασίδι του πάρκου
με ζαλάδα και πυρετό. Ένας αέρας βγήκε 
απ’ το φουντωτό πεύκο και μια εφημερίδα αναλήφθηκε 
μεσ’ απ’ τα χέρια κάποιου γέρου 
δίπλα σ’ ένα τετράγωνο κοριτσάκι. 
Ο κόσμος στα ατσαλάκωτα κυριακάτικα ρούχα του 
και γριές στα καπέλα της νοσταλγικής Μπελ Επόκ. 
Αλλά πίσω μου έστεκε ο θάνατος. 
Χωρίς να κοιτάξω πίσω ξάπλωσα στο γρασίδι. 
Πάνω μου στάθηκε ο θάνατος. 
Γύρισα πλευρό κι έκλεισα τα μάτια. 
Μέσα μου στεκόταν ο θάνατος. 
Λιποθύμησα ή πέθανα περίπου ένα τέταρτο. 
Οι γύρω μου νόμισαν ότι εγώ είχα αίφνης 
πέσει ανάσκελα πάνω στο γρασίδι 
ν’ απολαύσω τον ήλιο. 



Ψυχή της εκδήλωσης ο Σ. Ελληνιάδης.



Και λίγα βιογραφικά.
O ποιητής Λευτέρης Πούλιος γεννήθηκε στην Aθήνα το 1944. Εμφανίστηκε στα γράμματα πρώιμα το 1961, με τη δημοσίευση ποιήματός του στην εφημερίδα "Αυγή". Η ουσιαστική του όμως παρουσία εγκαινιάστηκε το 1969 με τη συλλογή "Ποίηση", με πρόλογο του Φώντα Κονδύλη. Συμμετείχε στην έκδοση των "Νέων κειμένων", των "Έξι ποητών" και της "Κατάθεσης ’73". Συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Ακτή", "Ausblicke", "Τραμ", "Χρονικό" κ.ά. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ιταλικά, ρωσικά, γαλλικά και τσέχικα.